πελειάς

πελειάς
και πελιάς, επικ. τ. πεληϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. το αγριοπερίστερο
2. είδος πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το αγριοπερίστερο
3. το περιστέρι
4. (στην Ινδία) το πτηνό κροκόπους ο χλωρογάστωρ
5. στον πληθ. αἱ πελειάδες
οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Πελειάδες
οι Πλειάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλεια* με επίθημα -άς, -άδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πελειάς — fruitpigeon fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελείας — Πελείᾱς , Πελείης masc acc pl (doric) Πελείᾱς , Πελείης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελείας — πελείᾱς , πέλεια dove fem acc pl πελείᾱς , πέλεια dove fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειά — πελειάς fruitpigeon fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάδα — πελειάς fruitpigeon fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάδας — πελειάς fruitpigeon fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάδες — πελειάς fruitpigeon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάδι — πελειάς fruitpigeon fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάδος — πελειάς fruitpigeon fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελειάδων — πελειάς fruitpigeon fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”